«Ένα κομμάτι βράχος καταμεσής στην θάλασσα, η Ύδρα του πολιτισμού, της ιστορίας, των θρύλων και των μυστηρίων...»

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

Μανόλης Τσακίρης: "Η 98χρονη Γεωργία Μπούχλα, η Κυρά του Δοκού"

Από:
Μανόλη Τσακίρη
Συγγραφέα
ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ
"ΘΑ ΒΓΩ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ ΜΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ  ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΥΔΡΑΙΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ"
Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στον λάτρη της Ύδρας, πατέρα έξι παιδιών, επιστημόνων, σπουδαίο άνθρωπο και επιστήμονα, αγιορίτη, Στέφανο Δημόπουλο και στην ηρωΐδα σύζυγό του. Ο Στέφανος Δημόπουλος είναι από τα ιδρυτικά μέλη του ιστορικού Συλλόγου Οικολόγων Ύδρας και δύο φορές αιρετό μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου.
Η 98ΧΡΟΝΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΠΟΥΧΛΑ, Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΔΟΚΟΥ
Η Γεωργία Μπούχλα, μια πανέξυπνη γυναίκα με διεισδυτική ματιά, μου ζητούσε να της κάνω ανάλυση στην πολιτική σύρραξη μεταξύ Γεωργίας, Τσετσενίας και Ρωσίας. Γιατί, λέει, «Αυτή εδώ, ( η Γεωργιανή βοηθός που της είχε εξασφαλίσει νύχτα-μέρα η οικογένειά της,) σαν να μη μου τα λέει καλά, κύριε Μανόλη».
Η κυρά Γεωργία είχε γεννηθεί και ζούσε πολλά χρόνια στον Δοκό, ώσπου παντρεύτηκε τον Σωτήρο Μπούχλα, έναν σκληροτράχηλο Υδραίο, εργάτη της θάλασσας , αλλά και εμπορευόμενο. Είχε ένα ερευνητικό βλέμμα που συνήθως κατέληγε σε ένα καλοσυνάτο χαμόγελο.
Σε ένα από τα ευλογημένα σαββατοκύριακά μας βρισκόμουνα κι εγώ στον Δοκό. Μεσημεράκι. Η κυρά Γεωργία είχε βάλει στο τζάκι να βράσουν τα άγρια χόρτα που είχε η ίδια μαζέψει, ενώ στο τραπέζι ο παππούς Σωτήρος έξυνε τις γυλόπερκες .
Είχα στα γόνατά μου, ως συνήθως, τον τέταρτο γιό μου, τον εξάχρονο τότε Σωτήρο για τους πολλούς , Ζεύς για άλλους. Εγώ  τον φωνάζω Ζέ …Σκεφτείτε ότι σήμερα η Ζάρα μου, η «μοναχοκόρη» μου  και ο Ζέ, μας χάρισαν δύο ευλογημένα αγόρια που μεγαλώνουν όμορφα στην αγκαλιά των γονιών τους με την άγρυπνη έγνοια της γιαγιάς Γουέντυ και του γεροπαππού Τάκη Μπούχλα, ο οποίος, παρά τη διδασκαλία μου στις ελεύθερες καταδύσεις, πήγαινε τόσο βαθιά στη θάλασσα, όσο και στη μπανιέρα του σπιτιού του.
Έβραζαν ωραία τα χόρτα στο τζάκι, η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή. Οπότε κάποια στιγμή, η κυρά Γεωργία, με εκείνο το υπέροχο χαμόγελό της μου πέταξε, σκύβοντας λίγο το κεφάλι προς το μέρος μου:
«Δεν θα μας πεις κανένα από κείνα τα ωραία παραμύθια, κύριε Μανόλη;» και τα μάτια της λάμπανε από την ευχάριστη προσμονή.
Άρχισα λοιπόν κι εγώ, με ζωηρή φωνή, να της λέω, όχι παραμύθια, αλλά ιστορικά γεγονότα, όπως για τον ηρωϊκό θάνατο του Παπαφλέσσα, του Αθανασίου Διάκου, τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη και άλλων ηρώων της Επανάστασης, ιδιαίτερα των Υδραίων ναυμάχων και των συντροφοναυτών τους, των απλών αγωνιστών Υδραίων και για την περίφημη Λαζαρίνα Κοκκίνη, Υδραία από μάνα και πατέρα.
Η Κυρά Γεωργία ήταν τόσο απορροφημένη από τις ιστορίες που δεν πρόσεχε το νερό που έβραζε στη φωτιά. Οπότε ακούστηκε η άγρια φωνή του Σωτήρου.
«Κοίτα, καλέ, λίγο τη φωτιά. Θα σβήσει.»
«Άσε με να ακούσω τις ιστορίες. Δεν βλέπεις ότι αρέσουν πολύ και στο παιδί;».
Ο Ζέ ψευτονύσταζε κι είχε χωθεί στην αγκαλιά μου. Όλα ήταν υπέροχα, όπως πάντα στον Δοκό. Όμως, το ίδιο απόγευμα έπρεπε να γυρίσουμε στην Ύδρα πριν νυχτώσει . Ο παμπόνηρος Ζε για να με ευχαριστήσει, χτυπούσε  με μια βίτσα τις άγριοαγκινάρες. Του είχα πει λίγο πριν, ότι οι αγκινάρες που δεν βγάζουνε καρπό είναι σαν τα παιδιά που δεν θέλουν να πάνε σχολείο. Κι εκείνος μού ‘λεγε χτυπώντας τις αγριοαγκινάρες με τη βίτσα:
«Μανόλη, αυτά τα παιδιά δεν θέλουν να πάνε κολείο.»
Ας γυρίσουμε όμως στην πανέξυπνη γιαγιά Γεωργία Μπούχλα, το γένος ΜεΪντάνη και στο σπίτι της Ύδρας.
Όποτε πήγαινα να την χαιρετήσω, όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεββάτι, έπιανε και μου φιλούσε το χέρι. Ήξερα ότι μ’ αγαπούσε κι εγώ την αγαπούσα πολύ.
«Τί γίνεται γιαγιά Γεωργία; Πώς τα πάς με την Γεωργιανή τη φίλη σου?»
«Άστα, κύριε Μανόλη. Με έχει τρομάξει τελευταία. Μου είπε ότι εμείς οι Έλληνες πήγαμε στην πατρίδα της  πριν πολλά χρόνια, για να κλέψουμε ένα ανώμαλο τέρας.
«Βρε κυρά Γεωργία μου, προφανώς σου μιλούσε για τους Έλληνες αργοναύτες που πήγαν στη Γεωργία, για να πάρουν πίσω το χρυσόμαλλο δέρας, όχι τέρας, που ήταν μια μυθική προβιά ενός  κριαριού ή κάτι τέτοιο.»
«Αα», πετάχθηκε η κυρά Γεωργία, «όπως οι προβιές δηλαδή από τα κριάρια που σφάζαμε κάποτε στο Δοκό και τ’ απλώναμε στα σκίντα να στεγνώσουν. Άλλοτε τα κάναμε πανωφόρια γιατί ούτε σφαίρα δεν τα περνούσε, κύριε Μανόλη, κι άλλοτε τα βάζαμε έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού.
-Μα τούτη δω μου έλεγε κι άλλα πολλά για τον πόλεμο που γίνεται στην πατρίδα της, για κάποιους Τσετσένους, Μετσένους, δεν καταλαβαίνω. Καταριέται συνέχεια και τον Πούτιν, τον αρχηγό της Ρωσίας, ενώ ο δικός τους πρόεδρος, κάποιος Τζικασβίλι, Τσακασβίλι, ήταν άγιος άνθρωπος. Πώς είναι τα πράγματα εκεί, γιατί με έχει ζαλίσει τούτη δω;
-Για πές μου, κύριε Μανόλη, αυτοί οι Τσετσένοι, Μετσένοι, πώς τους λένε, γιατί βάλανε μπόμπα σε κείνο το σχολείο στη Ρωσία; Τι τους φταίγανε τα παιδιά;»
Είχα μείνει άφωνος. Μια απλή γυναίκα 98 χρόνων, που ήξερε όμως να διαβάζει καλά, μάνα 5 παιδιών και γιαγιά άπειρων εγγονών και δισέγγονων, μου ζητούσε να της κάνω ανάλυση των γεγονότων στον πόλεμο Ρωσίας-Τσετσενίας και να μου καταθέτει τις έντονες αμφιβολίες της για το πώς τα λέει η χριστιανή βοηθός της.
Τώρα η κυρά Γεωργία είναι πάνω σε ένα συννεφάκι που ταξιδεύει από Ύδρα Δοκό, από Δοκό Ύδρα. Κι όταν δεν ταξιδεύει σίγουρα κάθεται εκ δεξιών του Πατρός. Και πότε-πότε παρακαλάει εκείνο το άστρο, τον Αλδεβαράν, να φωτίζει καλά τον γυρισμό των πουλιών από την Αφρική στη μυροβόλο Ύδρα.
Μας λείπεις, βρε κυρά Γεωργία. Μας λείπουν κάτι άνθρωποι σαν κι εσένα, που δικαίως βρίσκονται στον παράδεισο.
Μανόλης Τσακίρης
Συγγραφέας
Βραβείο της Ολομέλειας της Ακαδημίας Αθηνών, 1978
Μικρασιάτης Σμυρνιός, Υδραίος δημότης κατ’ επιλογήν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου